- απομειλίσσομαι
- ἀπομειλίσσομαι (Α)καταπραΰνω, καθησυχάζω.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἀπομειλισσομένους — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομειλισσομένῳ — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομειλισσόμεναι — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομειλισσόμενοι — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομειλισσόμενος — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομειλιττομένους — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc acc pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομειλιττόμενος — ἀπομειλίσσομαι appease pres part mp masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομειλίξασθαι — ἀπομειλίσσομαι appease aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομειλίσσεσθαι — ἀπομειλίσσομαι appease pres inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπομειλίσσεται — ἀπομειλίσσομαι appease pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)